- Ποσείδιος
- Ποσείδιος, [full] Ποσείδιον,A v. Ποσιδήϊος, -ήϊον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσείδιος — ον, Α βλ. ποσιδήϊος … Dictionary of Greek
ποσιδήϊος — η, ον και αττικ. τ. ποσιδεῑος και ποσείδιος και δωρ. τ. ποσιδάϊος, Α 1. αυτός που ανήκει στον Ποσειδώνα («Ποσιδήϊον άλσος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποσιδάϊος και ποσιδεῑος ονομασία μήνα τού ημερολογίου τής Επιδαύρου 3. (το ουδ. ως κύριο… … Dictionary of Greek